- αεροκιβώτιο
- Μεταλλικό δοχείο συνήθως σε σχήμα κώδωνα, που περικλείει αέρια μάζα και το οποίο προσαρμόζεται από το ανοιχτό του στόμιο σε σωλήνες που τροφοδοτούν (με τη βοήθεια καταθλιπτικής αντλίας) με νερό τα διάφορα τμήματα των ατμομηχανών και γενικότερα των συσκευών που απαιτούν ομαλή τροφοδότηση με ρευστά.
* * *τοτο αεροδοχείο*.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. air vessel].
Dictionary of Greek. 2013.